- ἄναρχος
- ἄναρχοςwithout headmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άναρχος — η, ο (AM ἄναρχος, ον) 1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό 2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα 3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον η αναρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αρχος < άρχω. ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι] … Dictionary of Greek
άναρχος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει αρχή: Ο Θεός είναι άναρχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάρχως — ἄναρχος without head adverbial ἄναρχος without head masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναρχον — ἄναρχος without head masc/fem acc sg ἄναρχος without head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρχούμαι — [άναρχος] διατελώ υπό καθεστώς αναρχίας, κακοκυβερνούμαι, κακοδιοικούμαι … Dictionary of Greek
ἀναρχοτάτοις — ἄναρχος without head masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρχοις — ἄναρχος without head masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρχου — ἄναρχος without head masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρχους — ἄναρχος without head masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρχων — ἄναρχος without head masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)